εἰσαγγελτικός

εἰσαγγελτικός
εἰσαγγελ-τικός, ή, όν,
A of or for an impeachment, νόμος Lexap.D.24.63, Hyp.Eux.3;

λόγος D.H.Din.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εισαγγελτικός — εἰσαγγελτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγγελία …   Dictionary of Greek

  • εἰσαγγελτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελτικόν — εἰσαγγελτικός of masc acc sg εἰσαγγελτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελτικῷ — εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελτικῶι — εἰσαγγελτικῷ , εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”